- χροναξία
- η, Νφυσιολ. ο ελάχιστος χρόνος εφαρμογής ενός ερεθίσματος, ο οποίος απαιτείται για να προκαλέσει αντίδραση σε ένα διεγέρσιμο κύτταρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chronaxie < χρόνος + αξία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χροναξιμετρία — η, Ν φυσιολ. η μέτρηση τής χροναξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chronaximetry < χροναξία + μετρία*] … Dictionary of Greek